άλαμπος

άλαμπος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δε λάμπει, ο θαμπός: Ήταν ένα ορυκτό μουντό, άλαμπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άλαμπος — (I) η, ο [λάμπω] αυτός που δεν έχει λάμψη, ο αλαμπής. (II) η, ο [λάμπα] ο χωρίς λάμπα («άλαμποι όλοι στο χωριουδάκι») …   Dictionary of Greek

  • αλγοδονίτης — (algodonite).Αρσενικούχο ορυκτό του τύπου Cu6As. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει κοκκώδεις μάζες και κρυσταλλικές συσσωρεύσεις (επιφλοιώματα). Έχει ζωηρή μεταλλική λάμψη (στον αέρα όμως είναι άλαμπος), χρώμα αργυρόλευκο έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”